ἱπποκορυστάς

ἱπποκορυστάς
ἱπποκορυστά̱ς , ἱπποκορυστής
marshaller
masc acc pl
ἱπποκορυστά̱ς , ἱπποκορυστής
marshaller
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἱπποκορυστάς — Ἱπποκορυστά̱ς , Ἱπποκορυστής masc acc pl Ἱπποκορυστά̱ς , Ἱπποκορυστής masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιπποκορυστής — ἱπποκορυστής, ὁ (Α) 1. αυτός που φοράει περικεφαλαία με χαίτη αλόγου 2. πολεμιστής που μάχεται έφιππος ή πάνω σε άρμα («ἀνέρες ἱπποκορυσταί», Ομ. Ιλ.) 3. επίθ. τών Παιόνων («Παίονας ἱπποκορυστάς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κορυσ τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”